- παίρνω
- (Μ παίρνω)1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.)2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της», Διγεν. Ακρ.)νεοελλ.1. πιάνω κάτι με τα χέρια μου2. αποσπώ, παρασύρω («ο αέρας πήρε τις στέγες»)3. κλέβω, υπεξαιρώ4. κυριεύω, κατακτώ, εκπορθώ («πήραν τα κάστρα, πήραν τα, πήραν και τα ντερβένια», δημ. τραγούδι)5. παραλαμβάνω («πήρα το γράμμα του»)6. γίνομαι κάτοχος, αποκτώ («πήρα το δίπλωμά μου»)7. δέχομαι ποτό ή φαγητό («πάρε έναν μεζέ»)8. αμείβομαι για εργασία που προσέφερα, πληρώνομαι («παίρνει 2.500 δρχ. την ώρα»)9. αγοράζω ή μισθώνω κάτι («πήρα ένα φόρεμα»)10. προσλαμβάνω, αποκτώ («το δωμάτιο πήρε άσχημη μυρωδιά από τα πολλά τσιγάρα»)11. (σχετικά με αρρώστιες) προσβάλλομαι, μολύνομαι («πήρε γρίππη»)12. αρπάζω, παρασύρω («τόν πήρε η ρόδα και τού 'σπασε τα πόδια»)13. κερδίζω, νικώ σε τυχερό παιχνίδι («τούς πήρε όλους στο τάβλι»)14. προσλαμβάνω («τήν πήρε γραμματέα του»)15. εκλαμβάνω, θεωρώ (α. «σέ πήρα για κάποιον άλλο» β. «μέ πήρε για βλάκα»)16. δέχομαι, αναλαμβάνω να κάνω κάτι αντί κάποιου άλλου («όταν πέθανε ο πατέρας του πήρε εκείνος τα βάρη τής οικογένειας»)17. (για δοχεία, κιβώτια και κλειστούς χώρους) δέχομαι, χωρώ («το αυτοκίνητο παίρνει πέντε άτομα»)18. μαθαίνω γρήγορα («τά παίρνει τα γράμματα»)19. παντρεύομαι, νυμφεύομαι («δεν τόν παίρνω τον γέρο ό,τι και να γίνει»)20. (με ή χωρίς το να ή το και) αρχίζω (α. «ό,τι έπαιρνε να ξημερώσει, ξύπνησα» β. «πήρε βροχή» — άρχισε να βρέχει)21. (για χρόνο) φτάνω, επαρκώ («δεν μάς παίρνει ο χρόνος για να πάμε ώς εκεί»)22. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο («πήρα το λεωφορείο»)23. (με την πρόθεση από) πείθομαι («δεν παίρνει από λόγια»)24. (σχετικά με δρόμο) βαδίζω, ακολουθώ («πήρε τον δρόμο τής αρετής»)25. μέσ. παίρνομαιπερηφανεύομαι, καυχιέμαι («ετούτ' οι τρεις επαίρνονταν τσ' άλλους να πολεμήσουν», Ερωτόκρ.)26. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρμένος, -η, -οημιπαράλυτος27. φρ. α) «τόν πήραν μέσα» ή «τόν πήραν στο φρέσκο» — τόν έβαλαν στη φυλακήβ) «τόν πήρε ο Θεός» ή «τόν πήρε ο χάρος» — πέθανεγ) «τόν πήρε το ποτάμι» — καταστράφηκε οικονομικώςδ) «παίρνω σβάρνα»i) επισκέπτομαι γρήγορα και διαδοχικάii) παρασύρωε) «τόν πήρε ο κατήφορος» ἡ «τόν πήρε η κάτω βόλτα» — καταστράφηκε είτε από ηθική άποψη, είτε από οικονομική είτε από άποψη υγείαςστ) «να σέ πάρει ο διάβολος» — κατάρα που λέγεται όταν κανείς θέλει να απαλλαγεί από έναν ενοχλητικόζ) «τόν πήρε ο διάβολος» — υπέστη ολοκληρωτική καταστροφήη) «πήρε τα μάτια του (ή τών ομματιών του ή τών εμματιών του)» — τά εγκατέλειψε οριστικά, έφυγε για πάνταθ) «παίρνω κουράγιο» — αναθαρρώι) «παίρνω φωτιά»ί) καίγομαιii) μτφ. (για πρόσ.) εξάπτομαιια) «τόν πήρε το μάτι μου» — τόν διέκρινα ανάμεσα σε πολλούςιβ) «τόν πήρε το αφτί μου» — τόν άκουσα τυχαία και μόνο για μία στιγμήιγ) «παίρνω κάποιον στον λαιμό μου» — είμαι αιτία τής καταστροφής τουιδ) «μέ παίρνει η νύχτα (η μέρα ή το μεσημέρι)» — ήλθε η νύχτα (η μέρα, το μεσημέρι) χωρίς να προλάβω να τελειώσω αυτό που είχα αρχίσειιε) «μέ παίρνει το παράπονο» — αρχίζω να κλαίωιστ) «μέ παίρνουν τα αίματα» — γεμίζω αίματαιζ) «παίρνω στα σοβαρά» — αποδίδω μεγάλη σημασίαιη) «παίρνω δρόμο» — φεύγω, απομακρύνομαιιθ) «παίρνω κάποιον από κοντά (ή από πίσω ή στο κατόπι)» — ακολουθώ, καταδιώκω κάποιον από πολύ κοντάκ) «πήρε τα βουνά» — απομακρύνθηκε από το κοινωνικό σύνολο επειδή παραφρόνησε ή επειδή απογοητεύθηκεκα) «παίρνω πολλά μίλια»(για πλοίο) αναπτύσσω μεγάλη ταχύτητακβ) «τό παίρνω ανάποδα (ή στραβά)» — παρεξηγώ κάτικγ) «τό παίρνω στα μπόσικα» — αμελώ κάτικδ) «παίρνω τα μπόσικα»ναυτ. σφίγγω, μαζεύω σχοινί χαλαρόκε) «παίρνω το μέρος κάποιου» — υποστηρίζω, υπερασπίζω κάποιονκστ) «παίρνω απάνω μου»i) αναρρώνω μετά από ασθένεια, συνέρχομαιii) παρουσιάζω οικονομική ανάκαμψηκζ) «τό πήρε απάνω του» — έγινε αλαζόναςκη) «παίρνω αέρα»i) γίνομαι αυθάδης, αποθρασύνομαιii) αναπνέω καθαρό αέρακθ) «παίρνουν τα μυαλά μου αέρα» — γίνομαι μεγαλομανήςλ) «όσο παίρνει το μάτι» — έως εκεί που φτάνει το βλέμμαλα) «είναι όσο παίρνει καλός και έξυπνος» — είναι καλός, έξυπνος στο έπακρολβ) «πάρε τη βόλτα σου» — φύγε μακριάλγ) «τόν πήρε από κάτω»i) τόν υποσκέλισε, τόν παραμέρισεii) τόν κατέβαλελδ) «έχει πάρε δώσε» — έχει συχνές επαφές και δοσοληψίες και ιδίως ύποπτεςλε) «παίρνει και δίνει» — έχει μεγάλη ισχύλστ) «παίρνω λόγια» — προκαλώ εκμυστηρεύσεις με επιτήδειο τρόπολζ) «παίρνω κάποιον με καλό (ή με κακό) μάτι» — συμπαθώ ή αντιπαθώ κάποιον από πρώτη όψηλη) «παίρνω τα μέτρα μου» — προφυλάγομαι, είμαι προσεκτικόςλθ) «παίρνω απόφαση» — αποφασίζωμ) «παίρνω το μπάνιο μου ή το λουτρό μου» — κάνω μπάνιομα) «παίρνω κάποιον στον μεζέ» — εμπαίζω, κοροϊδεύω κάποιονμβ) «παίρνω κάτι κατάκαρδα» — λυπούμαι ολόψυχα για κάτιμγ) «μέ παίρνει ο ύπνος» — αποκοιμιέμαιμδ) «μού πήραν το κεφάλι, (τα μυαλά, τα αφτιά)» — μέ ζάλισαν, μέ ξεκούφαναν με τον θόρυβο που έκανανμε) «παίρνω τον αέρα κάποιου» — δεν φοβάμαι πλέον, κάποιον, δεν τόν υπολογίζωμστ) «παίρνω αμπάριζα» — παίρνω φόρα ή ξεκινώ ορμητικάμζ) «παίρνω μια ιδέα» — καταλαβαίνω εν μέρει, όχι πολύ καλάμη) «παίρνω πρέφα» — αντιλαμβάνομαιμθ) «παίρνω στο ψιλό» — κοροϊδεύων) «παίρνω τοῑς μετρητοίς» — υπολογίζω κάτι πάρα πολύνα) «πήρε τέλος» — τέλειωσενβ) «παίρνω το αίμα μου (πίσω)» — εκδικούμαινγ) «μέ πήρε και μέ σήκωσε» — έχω υποστεί τα πάνδεινανδ) παίρνω (τη) βόλτα»ναυτ. στρέφωνε) «παίρνω κάτω» — κατεβάζωνστ) «παίρνω το πέλαγος»ναυτ. ανοίγομαι στο πέλαγοςνζ) «παίρνω σόπρα» — προλαβαίνω τον άνεμονη) «δεν μέ παίρνει» — δεν μού επιτρέπεταινθ) «παίρνω αβίζο (ή παίρνω κάβο)» — αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνωξ) «παίρνω αλά κάπα» — παρεξηγώ κάτι ή αδιαφορώ για κάτιξα) «παίρνω αναπνοή» — ησυχάζωξβ) «παίρνω κάποιον από δίπλα»ί) πλησιάζω κάποιον για να τον εκμεταλλευτώii) ερωτοτροπώ με κάποιονξγ) «παίρνω κάτι βαριά» — πικραίνομαι πολύξδ) «τό παίρνω δίπλα» — πέφτω να κοιμηθώξστ) «παίρνω κάτι σχοινί κορδόνι» — τό επαναλαμβάνω διαρκώςξζ) «παίρνω τα βρεγμένα μου και φεύγω» — φεύγω καταντροπιασμένοςξη) «παίρνω τα μούτρα μου και...» — τολμώ να κάνω κάτιξθ) «παίρνω άφεση» — συγχωρούμαιο) «παίρνω την τρόμπα μαρίνα» — διαλαλώ κάτι, τό λέω σε όλουςοα) «παίρνω τους δρόμους» — φεύγω από το σπίτι μου από μεγάλη στενοχώρια ή απογοήτευσηοβ) «παίρνω φύσημα» — μέ διώχνουν όπως - όπωςογ) «παίρνω φόκο» — εξάπτομαιοδ) «παίρνω ψηλά τον αμανέ» ή «παίρνω ψηλά το χερουβικό» — υπερηφανεύομαι υπερβολικάοε) «να τό πάρει το ποτάμι» — λέγεται για λύση αινιγμάτων28. παροιμ. α) «παρ' τον ένα, χτύπα τον άλλο» — λέγεται για άτομα που είναι το ίδιο φαύλοιβ) «παρ'τον στον γάμο σου να σου πει και τού χρόνου» — λέγεται για δυσάρεστο ή άκαιρο λόγο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐπαίρνω < αρχ. ἐπαίρω «παίρνω μακριά, σηκώνω, υψώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.